ηγουμενοσυμβούλιο(ν)

ηγουμενοσυμβούλιο(ν)
το игуменский совет

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "ηγουμενοσυμβούλιο(ν)" в других словарях:

  • ηγουμενοσυμβούλιο — το ο ηγούμενος και οι μοναχοί που αποτελούν το συμβούλιο διοικήσεως τής μονής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηγούμενος + συμβούλιο. Η λ., στον λόγιο τ. ηγουμενοσυμβούλιον, μαρτυρείται από το 1896 σε έγγραφο τής νομαρχίας Αττικής και Βοιωτίας] …   Dictionary of Greek

  • ηγουμενοσυμβούλιο — το συμβούλιο που διοικεί ένα μοναστήρι· αποτελείται από τον ηγούμενο και δύο βοηθούς του που εκλέγονται από τους μοναχούς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αδελφότητα — Οργάνωση που αναπτύσσει επαγγελματική, φιλανθρωπική, κοινωνική ή θρησκευτική δράση. Α. ήταν και ενώσεις πιστών στη μεσαιωνική Ευρώπη, συνήθως υπό την προστασία ενός αγίου. Τα όρια μεταξύ συντεχνίας και α. είναι ασαφή, επειδή στην α. μετέχουν μέλη …   Dictionary of Greek

  • μοναστηριακός — ή, ο (Μ μοναστηριακός, ή, όν) [μοναστήρι] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε μοναστήρι ή σε μοναστήρια 2. μοναστηρήσιος 3. φρ. α) «μοναστηριακό συμβούλιο» εκκλ. το συλλογικό σώμα διοίκησης και διαχείρισης τής περιουσίας τής μονής, το οποίο… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»